- τοτοτοι
- τοτοτοῖinterj. возглас скорби, ах!, ой!, увы! Trag.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τοτοτοί — Α επιφών. βλ. τοτοῑ … Dictionary of Greek
τοτοτοῖ — τοτοῖ indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοτοί — και τοτοτοῑ Α (επιφών. σχετλιαστικό) αχ, αχ (α. «Ξέρξης δ ἀπώλεσεν, τοτοῑ... νᾱες δ ἀπώλεσαν, τοτοῑ», Αισχύλ. β. «ἧπταί μου, τοτοτοῑ, ἡ δ αὖθ ἕρπει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ., πρβλ. ὀτοτοῖ] … Dictionary of Greek